τσουλί

τσουλί
το
τσουλάκι (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τσουλί — το, Ν [τσούλα] υποκορ. πορνίδιο …   Dictionary of Greek

  • τσούλι — το, Ν βλ. τσόλι …   Dictionary of Greek

  • τσούλι — το βλ. τσόλι, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Zollino — – Τζολίνο …   Deutsch Wikipedia

  • τσόλι — και τσούλι, το, Ν 1. ρούχο ή χαλί από ευτελές ή φθαρμένο ύφασμα 2. (γενικά) ράκος, κουρέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cul] …   Dictionary of Greek

  • ţoală — ŢOÁLĂ, ţoale, s.f. (pop.; mai ales la pl.) Obiect de rufărie sau de îmbrăcăminte; spec. haină veche, uzată. – cf. ţ o l2. Trimis de valeriu, 07.05.2003. Sursa: DEX 98  ŢOÁLĂ s. v. cergă, cuvertură, haină, îmbrăcăminte, învelitoare, pătură, strai …   Dicționar Român

  • τζάντζαλο — τζάντζαλο, το και τζάτζαλο, το κουρέλι, ράκος, τσούλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσόλι — τσόλι, το και τσούλι, το (λ. τουρκ.) 1. στρωσίδι από παλιό, φτηνό ή φθαρμένο ύφασμα, κουρελού. 2. ρούχο από τέτοιο ύφασμα. 3. κουρέλι, ράκος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”